- υπεισάγω
- ὑπεισάγω ΝΜΑ [εἰσάγω]εισάγω κρυφά ή βαθμιαία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπεισαγωγή — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπεισάγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπεισάγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά] … Dictionary of Greek
ενίημι — (Α ἐνίημι) [ίημι] 1. νεοελλ. (για φάρμακα, δηλητήρια) εισάγω με σύριγγα στο σώμα, κάνω ένεση, εγχέω θεραπευτικό υγρό αρχ. 1. στέλνω μέσα, εμβάλλω, ρίχνω μέσα 2. εμβάλλω κάτι στην ψυχή κάποιου, εμπνέω («πὰρ δέ μοι στῆθι μένος πολυθαρσὲς ἐνεῑσα»… … Dictionary of Greek